- κορέσῃς
- κορέννυμιsatiateaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορέσιος ή Κορέσης — Επώνυμο οικογένειας γιατρών και λογίων του 16ου και του 17ου αι., από τη Χίο. 1. Γεώργιος (17ος αι.). Ιατροφιλόσοφος και θεολόγος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα της Ιταλίας και δίδαξε την ελληνική γλώσσα στην Πίζα (1609 15). Εκεί… … Dictionary of Greek